- προσηνίη
- ἡ, Αβλ. προσήνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσηνίης — προσηνίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηνία — προσηνίᾱ , προσηνίη fem nom/voc/acc dual προσηνίᾱ , προσηνίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήνεια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α [προσηνής] ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται» … Dictionary of Greek
προσηνίᾳ — προσηνίᾱͅ , προσηνίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)